- κωλυσανέμας
- κωλυσανέμας και κωλυσάνεμος, ὁ (Α)αυτός που εμποδίζει τους ανέμους να πνέουν.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κωλυσ- τού κωλύω (πρβλ. κώλυσ-ις) + ἄνεμος. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κωλυσανέμας — κωλυσανέμᾱς , κωλυσανέμας checking the winds masc acc pl κωλυσανέμᾱς , κωλυσανέμας checking the winds masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλυσανέμαν — κωλυσανέμᾱν , κωλυσανέμας checking the winds masc acc sg (epic doric aeolic) κωλυσανέμας checking the winds masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλύω — (AM κωλύω, Μ και κωλώ) εμποδίζω κάτι ή εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι, δεν επιτρέπω σε κάποιον ή δεν τόν αφήνω να κάνει κάτι ή δεν επιτρέπω να γίνει κάτι (α. «ὅποι φεύγειν οὐδεὶς κωλύει νόμος», Δημοσθ. β. «μὴ κωλύετε αὐτὰ ἐλθεῑν πρός με», ΚΔ γ.… … Dictionary of Greek